- ἀναβαλλόμενος
- ἀναβάλλωthrow uppres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναβαλλόμενος — ο (μτχ. τού αρχ. ἀναβάλλω ως ουσ.) λέγεται χωρίς κάποια ορισμένη σημ. σε φρ. όπως «τού έψαλα τον αναβαλλόμενο», «άκουσε τον αναβαλλόμενο» κ.λπ., για να δηλώσει έντονες παρατηρήσεις και επιπλήξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ενεστ. τού ρ.… … Dictionary of Greek
επαμβλήδην — ἐπαμβλήδην και ἐπαναβληδόν (Α) επίρρ. 1. αναριχτά, ριχτά πάνω στους ώμους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος» … Dictionary of Greek
Τζέρολντ, Ντάγκλας — (Jerrold, 1803 – 1857). Άγγλος ευθυμογράφος και δραματικός συγγραφέας. Ήταν γιος θιασάρχη. Από την παιδική του ηλικία είχε μεγάλη κλίση για το ναυτικό επάγγελμα, γι’ αυτό και επιβιβάστηκε σε κάποιο πλοίο και έκανε πολλά ταξίδια. Μετά από καιρό… … Dictionary of Greek
αναβάλλω — ανάβαλα και ανέβαλα, αναβλήθηκα, αναβλημένος 1. μεταθέτω την εκτέλεση μιας πράξης σε μελλοντικό χρόνο: Ανάβαλα για το καλοκαίρι το ταξίδι μου. 2. φρ., «Του έψαλε τον αναβαλλόμενο» (τον μάλωσε πολύ) προήλθε από τον πολύ μακρό ψαλμό που αρχίζει με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АНАВОЛИЙ — [греч. ἀνάβολος, ἀναβόλιον, ἀναβόλι от ἀναβάλλεσθαι набрасывать, надевать], ткань, используемая в литургической практике правосл. Церкви. 1. Крестильная одежда. Симеон, архиеп. Фессалоникийский, в соч. «О священнодействиях» (ок. 1400) сообщает,… … Православная энциклопедия